διαγνώμων

διαγνώμων
δια-γνώμων, ον, gen. ονος,
A distinguishing, and so rewarding,

ὁσίων Antipho 3.3.3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαγνώμων — διαγνώμων, ον (AM) αρχ. μσν. (ως δικαν. όρος) διαιτητής αρχ. αυτός που διακρίνει και αναλόγως ανταμείβει …   Dictionary of Greek

  • διαγνώμων — distinguishing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνώμονα — διαγνώμων distinguishing neut nom/voc/acc pl διαγνώμων distinguishing masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωμόνων — διαγνώμων distinguishing gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνώμονας — διαγνώμων distinguishing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνώμονες — διαγνώμων distinguishing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνώμονι — διαγνώμων distinguishing dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”